- ὀνυχοειδής
- ὀνῠχο-ειδής, ές,A like a nail, Dsc.1.64.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ονυχοειδής — ές (Α ὀνυχοειδής, ές) [όνυξ, υχος (Ι)] αυτός που μοιάζει με νύχι, που έχει σχήμα νυχιού νεοελλ. φρ. «ονυχοειδές οστό» ανατ. παλαιότερη ονομασία τού δακρυϊκού οστού. επίρρ... ονυχοειδώς με ονυχοειδές σχήμα … Dictionary of Greek
ὀνυχοειδεῖς — ὀνυχοειδής like a nail masc/fem acc pl ὀνυχοειδής like a nail masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek